- λαγγεύω
- 1. λιγώνω, ξελιγώνω, κάνω κάποιον να αποχαυνωθεί ερωτικά2. κάνω νάζια, σκέρτσα3. πηδώ, σκιρτώ, σπαρταρώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λαγγάζω κατά τα ρ. σε -εύω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαγγεύω — λάγγεψα, λαγγεύτηκα, λαγγεμένος 1. πηδώ, σκιρτώ: Τον είδε να πλησιάζει και λάγγεψε η καρδιά της. 2. λιγώνομαι από έρωτα: Η λαγγεμένη Ανατολή (Παλαμάς) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ляга — I ляга I., уменьш. ляжка; отсюда лягать(ся), последнее в диал. также в знач. качаться ; лягушка, возм., связано с др. чеш. lihati двигать, шевелить , польск. диал. ligac лягаться, бить ногой , ligawka, ligawica скользкий грунт, болото, топь ; см … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
λάγγεμα — και λάγκεμα, το (Μ λάγγεμα) [λαγγεύω] 1. αποχαύνωση, λιγωμα ιδίως από ερωτικό πόθο 2. νάζι, σκέρτσο 3. (ιδιωμ. στη Μάνη κ.α.) ο πόνος και η άναρθρη φωνή που εκβάλλει αυτός που πονάει μσν. άλμα, πήδημα … Dictionary of Greek